Πάρος

Γεωγραφία

Ιστορία

Τοπικά Προϊόντα

 

Γεωγραφία της Πάρου

Η Πάρος είναι νησί των Κυκλάδων, δυτικά της Νάξου από την οποία τη χωρίζει στενός δίαυλος πλάτους 3 περίπου μιλίων. Έχει έκταση 195 τετραγωνικά χιλιόμετρα και το μήκος των ακτών της είναι 111 χιλιόμετρα. Ο πληθυσμός του νησιού, κατά την απογραφή του 2001, είναι 12.853 κάτοικοι.

Χάρτης Πάρου - ΑντιπάρουΤα κυριότερα ακρωτήρια της είναι: ο Άγιος Φωκάς στον λιμένα της Παροικίας, ο Κόρακας στη βόρεια εσχατιά όπου υφίσταται και φάρος, ο Τούρχος (ή Τούρκος), ανατολικά του προηγουμένου, η Αγριά, ΒΑ. εσχατιά, ακριβώς απέναντι από τη Νάξο, η Σταφίδα, η Βίγλα, και ο Πύργος ή Πυργάκι, ανατολικά – νοτιοανατολικά, και ο Μαύρος κάβος, το νοτιότερο άκρο. Πλησίον της νήσου βρίσκονται πλείστες νησίδες και σκόπελοι όπως οι επικίνδυνες Πόρτες Πάρου, ο Άγιος Σπυρίδωνας, το Δροσονήσι, το Μακρονήσι, η Γλαροπόδα, το Πατερονήσι, το Φίτζι και το Εβραιόκαστρο (ή Βριόκαστρο).

Κυριότεροι λιμένες της Πάρου είναι: της Παροικίας, της Νάουσας (αρχαία Αργούσα, πολεμικός λιμένας) μεταξύ των Ακρωτηρίων Κόρακα και Τούρχου, και ο λιμένας του Δρυός καλούμενος και Πόρτο Τρίο, νότια. Άλλοι μικρότεροι όρμοι είναι του Φιλιζίου προς Α., του Κεφάλου προς Δ., του Πίσω Λιναδιού, ΝΑ., και της Αλυκής ΝΔ.

Εσωτερικά το νησί διασχίζεται από Β προς Ν από τέσσερα γυμνά όρη των οποίων υψηλότερες κορυφές είναι ο Προφήτης Ηλίας (750 μ.) και η Πάρπησσα, η Στρούμπουλας (730 μ.). Πηγαία νερά δεν έχει πολλά και τα περισσότερα υφιστάμενα βρίσκονται στη περιοχή του Δρυού.

Ιστορία της Πάρου

Η νήσος Πάρος φέρεται να κατοικήθηκε από τους προϊστορικούς χρόνους 5.000 π.χ., ενώ κατά τη 3η χιλιετία φέρεται να ήταν σημαντικό κέντρο σύμφωνα με τα ευρήματα στη Παροικία, κουκουναριές και στο Κάμπο. Αργότερα οι κάτοικοι μάλλον έγιναν υπήκοοι του Μίνωα εξ ού και το πρώτο όνομά της “Μινωίς” ή “Μινώα”, όπως την αποκαλεί και ο Πλίνιος. Στο διάβα όμως της ιστορίας φέρεται και με άλλα ονόματα όπως: Πακτία, Δημητριάς, Ζάκυνθος, Υρία, Υλίεσσα, Πλατεία και Καβαρνίς.

Αργότερα καταλήφθηκε από τους Αρκάδες των οποίων αρχηγός ήταν ο Πάρος ο Παρρασίου από τον οποίο πήρε και το σημερινό όνομά της. Οι κάτοικοί της εκτός από Κρήτες τότε ήταν και Αρκάδες. Μετά την ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο εποικίσθηκε από Ίωνες, ηγέτες των οποίων ήταν ο Kλύτιος και ο Μέλας. Τότε άρχισε ν΄ αναπτύσσεται σε ναυτική δύναμη με αξιόλογο ναυτικό δια του οποίου εγκαθίδρυσε αποικίες στη Θάσο, όπου εκμεταλλεύτηκε τα εκεί ορυχεία χρυσού, στη Προποντίδα, το Πάριον, και στην Αδριατική τη Φάρον. Το 600 π.Χ. η Πάρος έκοψε δικά της νομίσματα. Την εποχή εκείνη στη Πάρο λατρεύονταν η θεσμοφόρος Δήμητρα, οι Διόσκουροι, η Αφροδίτη και πρώτιστα ο Διόνυσος.

Κατά τους Περσικούς πολέμους συντάχθηκε με τους Πέρσες, όπως ήταν φυσικό σαν Ιωνική αποικία, ενάντια της αθηναϊκής κυριαρχίας και του εμπορικού ανταγωνιστή της. Αυτό είχε ως συνέπεια αργότερα ο ήρωας του Μαραθώνα Μιλτιάδης να εκστρατεύσει εναντίον της ανεπιτυχώς, και στη συνέχεια ο Θεμιστοκλής, ο οποίος και την κατέλαβε το 479 π.Χ. Μετά τη κατάληψή της από τον Θεμιστοκλή περιήλθε σε υποτέλεια εντασσόμενη στη Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, αν και προσπάθησε ν΄ αποσχισθεί το 412-410 π.χ. μέχρι το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου και της ήττας των Αθηναίων. Το 378 π.Χ. η Πάρος απετέλεσε κατόπιν εκβιασμού και νέου κινδύνου καταστροφής από τον στόλο της Αθηναϊκής δημοκρατίας μέλος της Β΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας μέχρι τον λεγόμενο συμμαχικό πόλεμο του 357 π.Χ. όπου και απελευθερώθηκε μαζί με την Χίο.

Κατά τη παραμονή της στην Αθηναϊκή Συμμαχία, η νήσος συνδέθηκε με την καλλιτεχνική και πνευματική άνθιση της Αθήνα κάτω από την αρπαγή των λευκών μαρμάρων της, αναδεικνύοντας όμως και θαυμαστούς καλλιτέχνες όπως ο μαθητής του Φειδία Αγοράκριτος, οι ζωγράφοι Νικάνωρ και Αρκεσίλαος και υπέρ πάντων αυτών ο μεγαλοφυής αρχιτέκτονας και γλύπτης του 4ου αιώνα π.Χ. ο Σκόπας που αποτύπωσε στα έργα του κατά μοναδικό τρόπο το πάθος και τη συγκίνηση. Άλλοι ονομαστοί της αρχαιότητας που κατάγονταν από την Πάρο ήταν ο περίφημος ιαμβογράφος Αρχίλοχος και ο ελεγειακός ποιητής και σοφιστής Εύηνος που μνημονεύεται στην Απολογία του Σωκράτους του Πλάτωνα.

Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. η Πάρος περιήλθε αλληλοδιαδόχως στους Μακεδόνες, στους Πτολεμαίους, στον Μυθριδάτη και στους Ρωμαίους. Η διάδοχη Βυζαντινή Αυτοκρατορία διατήρησε την ισχύ της στη νήσο μέχρι το 1207 όταν ο Ενετός Μάρκος Σανούδος ίδρυσε το Δουκάτο της Νάξου στο οποίο και υπάχθηκε. Το 1537 την Πάρο κατέλαβε ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσας μετά της γενναίας αντίστασης του τελευταίου Φράγκου ηγεμόνα Βερνάρδου Σαγρέδου στο Κάστρο του Κεφάλου. Οι 6.000 περίπου Παριανοί βρήκαν τότε οικτρά τύχη, άλλοι φονεύθηκαν, άλλοι εξανδραποδίσθηκαν, οι νεότεροι μπήκαν πληρώματα στο οθωμανικό στόλο ενώ τα παιδιά τους παραδόθηκαν σε τάγματα γενιτσάρων. Σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η Πάρος υπαγόταν στον Καπουδάν Πασά και είχε Τούρκο Βοεβόδα και Καδή. Λόγω όμως της ασφάλειας που παρείχαν κάποιοι όρμοι της, η Πάρος εξελίχθηκε σε ορμητήριο πειρατικών πλοίων τα οποία λυμαίνονταν το Αιγαίο, κατά τον 17ο και 18ο αιώνα. Ένεκα αυτών των δραστηριοτήτων η Πάρος έγινε επανειλημμένα θέατρο καταστροφής όπως το 1666 που καταστράφηκε και το Μοναστήρι της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής. Τότε μάλιστα στη Πάρο υπήρχαν και Πρόξενοι της Αγγλίας, Γαλλίας και Ολλανδίας.

Στην Επανάσταση του 1821 η Πάρος έλαβε ενεργό μέρος. Μετά την απελευθέρωση και τη συγκρότηση του Βασιλείου της Ελλάδος παρέσχε ποικίλη συμβολή.

Προϊόντα της Πάρου

Στην αρχαιότητα σπουδαία προϊόντα της Πάρου ήταν τα σύκα, τα πεπόνια και οι παριανές πίττες. Συγκεκριμένα ο περίφημος Παριανός σατυρικός ποιητής Αρχίλοχος, όταν πήγε στη Θάσο, δεν μπορούσε να ξεχάσει τα μαύρα σύκα τα λεγόμενα “αιμώνια” που ήταν παραγωγή της Πάρου. Ο δε Αθήναιος μνημονεύει τα πεπόνια της Πάρου που τα ονόμαζε “σικυούς σπερματίες”. Ο δε Πλίνιος αναφέρει ότι στη Πάρο υπήρχε ένα δάσος του οποίου τα δένδρα δεν καρποφορούσαν, τα δε αλιεύματα πέριξ της Πάρου ήταν περισσότερο αλμυρά από τα συνήθη. Επίσης ο ίδιος αναφέρει και το αξιπερίεργο ότι στη Πάρο υπήρχε κάποιος “λίθος”, (χώμα;), από τον οποίο εξάγονταν ένας χυμός, (πιθανόν με βρασμό), που χρησίμευε ως θεραπευτικό φάρμακο.

Άλλα προϊόντα της εποχής εκείνης ήταν τα παριανά ιμάτια που ήταν πορφυροβαφή, τα καλούμενα “βεύδεα”. Κυρίως όμως ήταν τα λευκά μάρμαρα που μαζί με της Νάξου και της Πεντέλης συντέλεσαν στη δόξα της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής. Διάσημοι ηταν οι Παριανοί αγαλματοποιοί Σκόπας και Αγοράκριτος, εφάμιλλοι του Φειδία, καθώς και οι ζωγράφοι Νικάνωρ και Αρκεσίλαος.

Σήμερα οι μόνιμοι κάτοικοι, οι Παριανοί, ασχολούνται κυρίως με την αλιεία, γεωργία, κτηνοτροφία και τον τουρισμό. Τα προϊόντα της Πάρου είναι ποικίλα και άριστης ποιότητας. Παράγει ετησίως μεγάλες ποσότητες οίνου με συνέπεια να έχει μικρές βιομηχανικές μονάδες οινοποιίας και ουζοποιίας, καθώς επίσης βαμβάκι, λάδι και σύκα, περισσότερο γι΄ ανάγκες των κατοίκων. Ευφορότερες περιοχές είναι της Παροικίας, και της Μάρπησσας. Επίσης η Πάρος έχει αξιόλογα ορυκτά, μεταξύ των οποίων πρωτεύουσα θέση έχει το ονομαστό χιονόλευκο μάρμαρο της Πάρου.

Ιστότοπος του Γενικού Λυκείου Πάρου